ξεδιψώ

ξεδιψώ
-άω (Μ ξεδιψῶ)
1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου
2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα»)
3. μτφ. ικανοποιώ. Ι
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + διψώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεδιψώ — ξεδιψάω / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεδιψώ — ξεδίψασα, ξεδιψασμένος 1. μτβ., καταπραΰνω τη δίψα μου: Πιες μια πορτοκαλάδα να ξεδιψάσεις. 2. αμτβ., παύω να διψώ: Φάγαμε καρπούζι και ξεδιψάσαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεδίψασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδιψώ, η παύση τού αισθήματος τής δίψας («να ξέρω πως ευφραίνει σε μια σκέψη σαν ξεδίψασμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψαστής — ο, θηλ. ξεδιψάστρα [ξεδιψώ] αυτός που καταπραύνει τη δίψα («η ξεδιψάστρα η κρήνη», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψάω — / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”